- καλώνυμος
- καλώνυμοςbearing a fair namemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλώνυμος — καλώνυμος, ον (AM) αυτός που έχει καλό όνομα, καλή φήμη, υπόληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ιδι ώνυμος, ψευδ ώνυμος] … Dictionary of Greek
καλώνυμον — καλώνυμος bearing a fair name masc/fem acc sg καλώνυμος bearing a fair name neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλωνύμου — καλώνυμος bearing a fair name masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλωνύμῳ — καλώνυμος bearing a fair name masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Имралы — в акватории Mраморного моря Имралы также Имрали (тур. İmralı Adası; ранее также употреблялись исконные греческие названия … Википедия
καλωνυμούμαι — καλωνυμοῡμαι, έομαι (Α) [καλώνυμος] έχω καλό όνομα, καλή φήμη, υπόληψη … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek
καλωνύμωι — καλωνύμῳ , καλώνυμος bearing a fair name masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)